Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
-άω και -έω ΜΑ
κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ)
αρχ.
(μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ' αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰστρῶ (< οἶστρος)].