πατάρι

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. σανίδωμα σε σχήμα εξέδρας στο εσωτερικό καταστήματος ή σπιτιού
2. ημιόροφος σε αρκετό ύψος από το έδαφος
3. η κάτω μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατ-άριον, υποκορ. του πάτος (Ι)].