ον,
A by the road, neighbour, Hsch. :—also παροιμώσαντες· ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ, Id.
[Seite 525] am Wege, Hesych. erklärt πάροδος, γείτων.
-ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ καθ' ὁδόν, ὁ γείτων».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶμος «οδός, δρόμος»].