παχύφρων

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = παχύνοος, Tz.H.5.716, Hsch. s.v. Βοῦθος περιφοιτᾷ.

German (Pape)

[Seite 540] = παχύνοος, Hesych., Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύφρων: -ον, γεν. ονος, = παχύνοος, Τζέτζ. Ἱστ. 5, 716, Ἡσύχ. ἐν λ. Βοῦθος περιφοιτᾷ.

French (Bailly abrégé)

ων ; gén. ονος;
qui a l’esprit épais, lourd.
Étymologie: παχύς, φρήν.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
παχύνους, ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].