παχύνους

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχύνους Medium diacritics: παχύνους Low diacritics: παχύνους Capitals: ΠΑΧΥΝΟΥΣ
Transliteration A: pachýnous Transliteration B: pachynous Transliteration C: pachynous Beta Code: paxu/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for παχύνοος (thick-witted).

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus παχύνοος.