πειστικότητα

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του πειστικού, η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους («μίλησε με πειστικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειστικός. Η λ., στον λόγιο τ. πειστικότης, μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη].