πελιδνήεις

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

εσσα, εν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.

German (Pape)

[Seite 551] εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πελιδνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πελιδνός, Μάρκελλ. Σιδ. 47.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν Α
(ποιητ. τ.) πελιδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αυγ-ήεις)].