εσσα, εν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.
[Seite 551] εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.
πελιδνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πελιδνός, Μάρκελλ. Σιδ. 47.
-έσσα, -εν Α(ποιητ. τ.) πελιδνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αυγ-ήεις)].