πελιδνός
English (LSJ)
πελιδνή, πελιδνόν, = πελιός, livid, Hp.Aph. 4.47, Arist. Pr.887b10, HA523a9 (Comp.), Nic. Th.272, al.; of the mask worn by Tyro in Sophocles' play, Poll.4.141; Att. πελιτνός acc. to Ael. Dion. Fr.278, Moer.p.325 P., which should be read in Th. 2.49, Alex. 110.17, Com.Adesp. 342.
German (Pape)
[Seite 551] = πελιός; Soph. frg. 577 bei Poll. 4, 141; Thuc. 2, 49 sagt σῶμα οὐκ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπερέρυθρον, πελιδνόν (vgl. πελιτνός). – Luc. Cat. 28 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
livide.
Étymologie: πελός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελιδνός -ή -όν Ion. voor πελιτνός.
Russian (Dvoretsky)
πελιδνός: Soph. = πελιτνός.
Greek (Liddell-Scott)
πελιδνός: -ή, -όν, = πελιός, μαυροκίτρινος, μελανιασμένος, Ἱππ. Ἀφ. 1251, Σοφ. Ἀποσπ. 577, κτλ.˙ οὕτως ἐν τῷ τύπῳ πελιτνός, Θουκ. 2. 49, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ», 1. 17. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πελιδνὸν μέλαν ὡς μόλυβδος, ἢ ὕφαιμον».
Greek Monolingual
-ή, -ό / πελιδνός, -ή, -όν, αττ. τ. πελιτνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
(ιδίως για το χρώμα του δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.)
νεοελλ.
συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός, πελιός και πελλός ανάγονται στην ΙΕ ρίζα pel- / pol- «γκρίζος, φαιός» (πρβλ. πολιός, πέλεια). Ο τ. πελιτνός πρέπει να είναι αρχαιότερος του πελιδνός και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. paliknī «γκρίζα» (< palitnī). Ο τ. πελιδνός έχει σχηματιστεί δευτερογενώς αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. αλαπαδνός). Ο τ. πελιός < πελι-Fός (πρβλ. πολιός) εμφανίζει θ. πελι- (πρβλ. αρχ. ινδ. pali-knī), ενώ ο τ. πελλός μπορεί να αναχθεί είτε σε αμάρτυρο πελψός είτε σε αμάρτυρο πελνός (πρβλ. πιλνόν
φαιόν Κύπριοι, τ. που παραδίδει ο Ησύχ., με κλειστοποίηση του -ε- σε -ι-). Το επίθ. πελιδνός όπως και οι τ. πολιός και πέλεια είναι δηλωτικά χρώματος δύσκολου να προσδιοριστεί —κάτι σαν γκρι, φαιό— που άλλοι έχουν αποδώσει ως «ωχρομέλαν» και άλλοι ως «μαυροκίτρινο». Το επίθ. επίσης καθώς και τα πελιός, πελλός χρησιμοποιούνται στο ιατρικό και βουκολικό λεξιλόγιο με ποικίλες ανά περίπτωση αποχρώσεις. Με την οικογένεια, τέλος, του πελιδνός είναι πιθανό να συνδέεται το ανθρωπωνύμιο Πέλοψ.
Greek Monotonic
πελιδνός: ή πελιτνός, -ή, -όν = πελιός, μαυροκίτρινος, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: blue, dark color, lurid, bloodshot (Hp., Arist., Nic.; also Th. a. com.?; s. bel.)
Other forms: Beside it πελιτνός, by gramm. identified as Att., so to be restored in Th. 2, 49, Alex. 110, 17 ?
Derivatives: Enlarged πελιδν-ήεις (Marc. Sid.), -αῖος (Nonn.). From it -ότης f. blue stain (Aret., Gal.), -όομαι to become blue etc. (Hp., Arist.) with -ωμα, -ωσις (medic.). -- Also πελιός id. (Hp., D., Thphr., Nic. a.o.; on the meaning Capelle RhM 101, 38ff.) with πελι-ώδης (sch.), -ότης f. (medic.). -όομαι (Hellanic., Hp., LXX), from where -ωσις, -ωμα (medic., sch.), -αίνομαι (Hp.); πελλος (πέλλος?) id. (S. Fr.?, Arist., Theoc. a.o.) with -α̃ς m. an old person, very old man (Hdn., H.). With γ-enlargement πελιγόνες m. pl. = γέροντες (Lac., Massal.), = οἱ ἐν τιμαῖς (Maced.; after Str. 7 Fr. 2); πελιγᾶνες οἱ ἔνδοξοι. παρὰ δε Σύροις οἱ βουλευταί H. -- Also Πέλ-οψ (Kretschmer Glotta 27, 5 a. 28, 236f.)?; quite uncertain.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Built like ὀπιδνός, ἀλαπαδνός, ὀλοφυδνός a.o., either as enlargement of πελιός or as transformation of the older πελιτνός, which has the same orig. only fem. suffix combination as Skt. páliknī f. from *pali-t-n-ī grey beside m. pali-t-á- (= Gr. *πελιτός; from there πελιτ-νός after the fem.?). If one sparates the t-suffix (cf. Skt. hári-, hári-t-a- greenyellow, sallow; s. χλόη, χλωρός) we arrive at an i-stem, which seems also retained in πελιός (prob. for *πελι-Ϝό-ς; cf. on πολιός), πελι-γόνες, -γᾶνες, perhaps also in πελλός (if from *πελι̯ός). But the last can also stand for *πελ-νός, for which esp. πιλνόν φαιόν H. (with restored -λν-) seems to speak(?). Still a different formation is shown by πέλεια, perhaps also πελαργός (?; s. vv.). -- WP. 2, 53f., Pok. 804f., W.-Hofmann s. palleō w. rich lit. On the stemformation (partly hypothetical) Specht Ursprung 117, 187, 194. -- Cf. πολιός w. further connections. The forms in -δνος and those with -γ- rather suggest a Pre-Greek word (note also the deviant πιλνός).
Middle Liddell
πελιδνός, ορ πελιτνός, ή, όν = πελιός
livid, Thuc.
Frisk Etymology German
πελιδνός: {pelidnós}
Forms: Daneben πελιτνός, von Gramm. als att. bezeichnet, somit bei Th. 2, 49, Alex. 110, 17 u.a. wiederherzustellen?
Meaning: blauschwarz, dunkelfarben, fahl, blutunterlaufen (Hp., Arist., Nik. u.a.; auch Th. u. Kom.?; s.u.)
Derivative: mit den Erweiterungen πελιδνήεις (Marc. Sid.), -αῖος (Nonn.). Davon -ότης f. blauschwarzer Fleck (Aret., Gal.), -όομαι blauschwarz werden (Hp., Arist.) mit -ωμα, -ωσις (Mediz. u.a.). — Auch πελιός ib. (Hp., D., Thphr., Nik. u.a.; zur Bed. Capelle RhM 101, 38ff.) mit πελιώδης (Sch.), -ότης f. (Mediz.). -όομαι (Hellanik., Hp., LXX usw.), wovon -ωσις, -ωμα (Mediz., Sch.), -αίνομαι (Hp.); πελλός (πέλλος?) ib. (S.Fr.?, Arist., Theok. u.a.) mit -α̃ς m. ein Alter, Greis (Hdn., H.). Mit γ-Erweiterung πελιγόνες m. pl. = γέροντες (lak., massal.), = οἱ ἐν τιμαῖς (maked.; nach Str. 7 Fr. 2); πελιγᾶνες· οἱ ἔνδοξοι. παρὰ δὲ Σύροις οἱ βουλευταί H. — Auch Πέλοψ (Kretschmer Glotta 27, 5 u. 28, 236f.)?; ganz unsicher.
Etymology: Nach ὀπιδνός, ἀλαπαδνός, ὀλοφυδνός u.a. gebildet, u. zw. entweder als Erweiterung von πελιός oder als Umbildung des älteren πελιτνός, das dieselbe urspr. nur dem Fem. zukommende Suffixkombination aufweist wie aind. pálikī f. aus *pali-t-n-ī grau zu m. pali-t-á- (= gr. *πελιτός; daraus πελιτνός nach dem Fem.?). Bei Abtrennung des t-Suffixes (vgl. aind. hári-, hári-t-a- grüngelb, falb; s. χλόη, χλωρός) kommt man auf einen i-Stamm zurück, der auch in πελιός (wohl für *πελιϝός; vgl. zu πολιός), πελιγόνες, -γᾶνες, vielleicht auch in πελλός (wenn aus *πελι̯ός) erhalten ist. Letzteres kann aber auch für *πελνός stehen, wofür besonders πιλνόν· φαιόν H. (mit wiederhergestellten -λν-) zu sprechen scheint. Noch eine andere Bildung zeigt πέλεια, wohl auch πελαγρός (s. dd.). — WP. 2, 53f., Pok. 804f., W.-Hofmann s. palleō m. reicher Lit. Zur Stammbildung (z.T. hypothetisch) Specht Ursprung 117, 187, 194. — Vgl. πολιός m. weiteren Anknüpfungen.
Page 2,498
Mantoulidis Etymological
(=μαυροκίτρινος, μελανιασμένος). Ἀπό τό πελιός πού παράγεται ἀπό τό πελός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη πέλεια.
Lexicon Thucydideum
lividus, leaden, dark blue, 2.49.5, [alii leg. others read πελιτνόν]