πελιδνήεις
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
πελιδνήεσσα, πελιδνήεν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.
German (Pape)
[Seite 551] εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πελιδνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πελιδνός, Μάρκελλ. Σιδ. 47.
Greek Monolingual
-έσσα, -εν Α
(ποιητ. τ.) πελιδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αυγήεις)].