πέπλωμα

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ατος, τό, in Trag.,

   A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

German (Pape)

[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].