πλεύρωμα
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
-ατος, τό, only pl.,
A sides, of a man, ὁμόσπλαγχνα π. A. Th.890 (lyr.); also λέβητος π. Id.Ch.686.
II cross-rail, Ath. Mech.17.13.
German (Pape)
[Seite 631] τό, die Rippe, das Rippenstück, Aesch. im plur., ὁμόσπλαγχνα, Spt. 872; auch λέβητος, Ch. 675.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
côté, flanc.
Étymologie: πλευρόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεύρωμα -ατος, τό [πλευρόν] zijde (van het lichaam); overdr. zijkant:. λέβητος... πλευρώματα zijkanten van een urn Aeschl. Ch. 686.
Russian (Dvoretsky)
πλεύρωμα: ατος τό (только pl.) бок (ὁμόσπλαχνα πλευρώματα Aesch.): λέβητος πλευρώματα Aesch. стенки сосуда, т. е. погребальная урна.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
πλευρά, πλαγιά λόφου ή όρους
αρχ.
πλευρά ανθρώπου ή αντικειμένου (α. «ὁμοσπλάγχνων πλευρωμάτων», Αισχύλ.)
β. «λέβητος χαλκίου πλευρώματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στην Αρχαία Ελληνική απαντά μόνο στον πληθ. πλευρώματα και είναι ποιητικός τ. που παράγεται από τη λ. πλευρά.
Greek Monotonic
πλεύρωμα: τό, όπως το πλευρόν· στον πληθ., τα πλευρά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πλεύρωμα: τό, ὡς τὸ πλευρόν, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ., = τὰ πλευρὰ ἀνθρώπου, ὁμόσπλαγχνα πλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 890· ― ὡσαύτως, λέβητος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Χο. 686.