πεπληρωμένως

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

Adv., (πληρόω)

   A gloss on νουβυστικῶς, Sch.Ar.V. 1285 ; = Lat. plene, Dosith.p.409K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 560] (πληρόω), angefüllt, reichlich, B. A. 447.

Greek (Liddell-Scott)

πεπληρωμένως: Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με αφθονία
2. με πληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπληρωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πληρῶ].