πληρότητα
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
η / πληρότης, -ητος, ΝΜΑ πλήρης
1. η ιδιότητα του πλήρους, το να είναι κάτι γεμάτο
2. τελειότητα, αρτιότητα
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η κατάσταση του ατόμου στην οποία οι δυνατότητες της ζωής που υπάρχουν σ' αυτό έχουν την πλήρη και ελεύθερη εκδήλωσή τους
2. μαθημ. η ιδιότητα ενός μετρικού χώρου (Ε, d) κατά την οποία κάθε ακολουθία Κωσύ συγκλίνει σε ένα στοιχείο του Ε.