πεπνῡμένως: Ἐπίρρ., συνετῶς, φρονίμως, Στοβ. Ἀνθ. 33 (;).
Αεπίρρ. με σύνεση, με φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. του πέπνυμαι].