πέπνυμαι

From LSJ

Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau

Menander, Monostichoi, 327
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπνῡμαι Medium diacritics: πέπνυμαι Low diacritics: πέπνυμαι Capitals: ΠΕΠΝΥΜΑΙ
Transliteration A: pépnymai Transliteration B: pepnymai Transliteration C: pepnymai Beta Code: pe/pnumai

English (LSJ)

Ep. pf. Pass. with pres. sense,
A to be conscious, in full possession of one's faculties, τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν Od.10.495; π. ἐν νεκύεσσι Call.Lau. Pall.129.
2 more freq. to be wise, πέπνυσαι… νόῳ ιλ.2.3; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί 23.440; imper. πέπνῠσο Thgn.29: plpf. with impf. sense, τά περ ἄλλα μάλιστα ἀνθρώπων πέπνῡσο Od.23.210: most freq. in part. πεπνυμένος, of persons, Il.3.203, Od.3.52; also of things, π. μῦθος, π. μήδεα, 1.361, Il.7.278; στόμα Hsch.; πεπνυμένα ἀγορεύειν, βάζειν, etc., Od.19.352, Il.9.58, etc.; once in Hes., πεπνυμένα εἰδώς Op.731; in later Prose, πεπνυμένη ῥῆσις Anaxarch. 1; τὰ θεῖα πεπνυμένος Plu.Num.4; αἱ (v.l. οἱ) π. the experts, Aret. SD2.11.—In aor. opt. Pass., πνυθείης ἀκόνιτον understand it, Nic.Al. 13.
3 breathe, ζῶντες καὶ πεπν. ἄνδρες Plb.6.47.9; εἰκόνες Id.6.53.10. (From root πενῠ- which becomes πινῠ- in πινυτός (cf. Σικυών from Σεκυών, Λιβύη from Λεβύα) , ἀπινύσσω; πνῡ-also in pr. n. Πνυταγόρας, πνυτός: not cogn. with πνέω, with which however it soon began to be confused, cf. ἄμπνυτο, ἀναπνέω 1.1.)

German (Pape)

[Seite 560] perf. pass. von πνέω (was zu vergleichen), angehaucht, beseelt sein, gew. übertr., klug, verständig sein; πέπνυσαι νόῳ, du bist verständig in deinem Sinne, Il. 24, 377; πεπνῦσθαι, 23, 440 Od. 10, 495 (bei Wolf noch falsch πεπνύσθαι accent.); πέπνυσο, 23, 210; am häufigsten πεπνυμένος, verständig, Hom., bes. Od.; Hes. O. 733; gew. von Männern; aber auch μῦθος, μήδεα, Od. 1, 361. 21, 355 Il. 7, 278; auch πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύεις, verständig sprichst du, Od. 18, 352; πεπνυμένα βάζεις, Il. 8, 58; πεπνυμένα εἰδώς, Od. 4, 696 u. öfter; πεπνυμένα πάντα νοῆσαι, 18, 230. – Bei Pol. findet sich ζῶντες καὶ πεπνυμένοι ἄνδρες, 6, 47, 9, auch εἰκόνες οἱονεὶ ζῶσαι καὶ πεπνυμέναι, 6, 53, 10, gleichsam athmend, belebt; er hat auch πέπνυται so, 36, 6, 6.

French (Bailly abrégé)

pf. au sens du prés.
1 primit. être inspiré ; être prudent ; part. πεπνυμένος bien inspiré, prudent, sage;
2 postér. πεπνῦσθαι, avoir du sens.
Étymologie: R. Πνυ, souffler ; cf. πνέω, πινύσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπνυμαι ep. indic. perf. med. van πνέω.

Russian (Dvoretsky)

πέπνῡμαι: [pf. pass. к πνέω в знач. praes.] (inf. πεπνῦσθαι, part. πεπνῡμένος; 2 л. sing. ppf. πέπνῡσο)
1 иметь сознание: νόον πόρε οἴῳ πεπνῦσθαι Hom. ему одному даровала (Персефона) разум (сознание);
2 быть разумным, рассудительным, мудрым: πέπνυσαι νόῳ Hom. ты мудр - см. тж. πεπνυμένος.

Greek (Liddell-Scott)

πέπνῡμαι: παλαιὸς Ἐπικ. παθητ. πρκμ. τοῦ πνέω (ὃ ἴδε), μὲ σημασίαν ἐνεστ., ἔχω πνοὴν ἢ ψυχήν, καὶ μεταφορ., εἶμαι συνετός, φρόνιμος˙ ὁ Ὅμηρ. χρῆται τῷ βʹ ἐνικ. πέπνῡσαί τε νόῳ, «συνετὸς εἶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 377˙ ἀπαρ. πεπνῦσθαι (οὐχὶ πεπνύσθαι) Ἰλ. Ψ. 440, Ὀδ. Κ. 495˙ βʹ ἑνικ. ὑπερσ. μετὰ σημασίας παρατ. πέπνῡσο Ὀδ. Ψ. 210˙ ἀλλὰ πολλῷ συχνότερον τῇ μετοχ. πεπνῡμένος (ὁ Ἡσ. ἔχει αὐτὴν μόνον ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 729, καὶ οὐδόλως χρῆται τοῖς ἄλλοις τύποις)˙ ὁ Θέογν. 29 ἔχει πέπνυσο ὡς προστακτ. πρκμ. - Ἡ λέξις εἶναι ἀείποτε ἐν μεταφορ. σημασίᾳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀντήνωρ πεπνυμένος Ἰλ. Γ. 203˙ πεπνυμένῳ ἀνδρὶ δικαίῳ Ὀδ. Γ. 52, κτλ.˙ ἀλλὰ καὶ, π. μῦθος, π. μήδεα Ὀδ. Α. 361, Ἰλ. Ζ. 278˙ πεπνυμένα ἀγορεύειν, βαδίζειν, εἰδέναι, νοῆσαι, κτλ., Ὀδ. Τ. 352, Ἰλ. Ι. 58, κτλ.˙ - ἡ μετοχὴ αὕτη ὡσαύτως ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, τοῖς ζῶσι καὶ πεπνυμένοις ἀνδράσιν = ζῶσι καὶ ἀναπνέουσι, Πολύβ. 6. 47, 9˙ ἀνδρῶν εἰκόνας… ζώσας καὶ πεπνυμένας 53. 10˙ (οὕτω πέπνυται παρὰ τῷ αὐτῷ 36. 6, 6)˙ ὁ Νίκ. ἐν Ἀλεξιφ. 13 ἔχει εὐκτ. παθ. ἀορ., πνῡθείης ἀκόνιτον, «πνυθείης ἀντ’ τοῦ πνῦθι, ἤγουν σύνες, γνῶθι, εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ» (Σχόλ).

Greek Monolingual

Α
1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω
2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου
3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος
β) (για πράγματα) είμαι σωστός
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι
οι έμπειροι
5. φρ. «πεπνυμένα ἀγορεύειν» — το να μιλάει κανείς με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρακμ. πέπνυμαι, το β' ενικό παθ. αορ. πνυθείης και το επίθ. πνυτός
έμφρων, σώφρων (Ησύχιος) συνδέονται με τους σημασιολογικά συναφείς τ.: πινυτός «σοφός», πινυτή «σοφία, σύνεση, εξυπνάδα», πινύσχω «συνετίζω, νουθετώ» και πινύσσω, πίνυσις
σύνεσις και πινυμένην
συνετήν (Ησύχ.). Σοβαρά μορφολογικά προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή στα θέματα πνῡ- τών πέ-πνυ-μαι, πνυτός και πινυ- τών πινυτή, πίνυσις. Κατά μία άποψη, οι τ. πινυτή, πινύσχω έχουν σχηματιστεί από θ. πενυ- με κλειστότερη προφορά του -ε- σε -ι- πριν από έρρινο σύμφωνο, ενώ οι τ. πέ-πνυ-μαι, πνῦ-τός από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θέματος. Κατά την ίδια άποψη, οι τ. πινυτός και πνῡτός αντιστοιχούν φωνητικά με τα λατ. genitus / gnātus. Κατ' άλλους, αρχικός τ. του συστήματος πρέπει να θεωρηθεί ο αμάρτυρος ενεστ. πύ-νυ-μαι (με ενεστωτικό επίθημα -νυ-, πρβλ. δείκ-νυ-μι, που διατηρείται σε όλους τους τ. του συστήματος, πρβλ. πίνυσις, πινυμένην) από όπου με ανομοίωση πί-νυ-μαι από ρίζα peu- / pu- (πρβλ. αρχ. σλαβ. pytati «εξετάζω διεξοδικά»). Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, ο παρακμ. πέπνῡμαι και το επίθ. πνῡτός σχηματίστηκαν με συγκοπή του -ι-, ενώ το μακρό -- τών τ. οφείλεται σε μετρική έκταση. Η άποψη, τέλος, που συνδέει τους προηγούμενους τ. με το ρ. πνέω προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

πέπνῡμαι: αρχ. Επικ. Παθ. παρακ. του πνέω, με ενεστ. σημασία· έχω πνοή ή ψυχή και μεταφ., είμαι σοφός, συνετός, φρόνιμος, πέπνῡσαι νόῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ., πεπνῦσθαι, σε Όμηρ.· βʹ ενικ. υπερσ. με σημασία παρατ. πέπνῡσο, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. πεπνῡμένος ως επίθ., σοφός, σώφρων, έξυπνος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: Perf. to be prudent, clever, to be clear-minded, very often in ptc. πεπνυμένος to be prudent, clever, to be clear-minded (Il., also late prose; details in Ruijgh L'élém. ach. 134f.); also aor. pass. opt. 2. sg. πνυθείης (Nic.).
Etymology: On πέπνυμαι, πινυτός a. cognates s. also Szemerényi Syncope in Greek and Indo-European (Napoli 1964) 56 ff. (w. extensive treatment): πέπνυμαι syncopated from *πεπινυμαι (w. metr. lengthening), and πνυτός from πινυτός. One generally derives the verb from the root πνέω (s.v.); the length of πνυ- is not well explained (anal.?); there is no evidence for a laryngeal (e.g. γνητός continues ǵn̥h₁tos).

Middle Liddell

[old epic perf. pass. of πνέω, with pres. sense
to have breath or soul, and metaph. to be wise, discreet, prudent, πέπνῡσαι νόωι Il.; inf. πεπνῦσθαι Hom.; 2 sg. plup. with imperf. sense, πέπνῡσο Od.; part. πεπνῡμένος, as adj., sage, wise, sagacious, Hom., Hes.

Frisk Etymology German

πέπνυμαι: {pépnūmai}
Grammar: v.
Meaning: Perf. besonnen, klug sein, bei Besinnung sein, sehr oft im Ptz. πεπνυμένος besonnen, klug, bei Besinnung (ep. seir Il., auch sp. Prosa; Einzelheiten bei Ruijgh L’élém. ach. 134f.); auch Aor. Pass. Opt. 2. sg. πνυθείης (Nik.) und πνυτός· ἔμφρων, σώφρων H., oft in kypr. PN, z.B. Πνυταγόρας (Masson Beitr. z. Namenforsch. 7, 238ff.).
Derivative: Daneben Präs. πινύσκω, -ομαι (Simon., A., Kall., Orph.), -ύσσω (sp. Epik), Aor. Ind. ἐπίνυσσεν Ξ 249), Ptz. Pass. πινυσθείς (Pythag.) besonnen machen, zur Besinnung mahnen mit πινυτή f. Klugheit, Verstand (Η 289, υ 71 u. 228, Hp. Ep.), -τός klug, verständig (ep. poet. seit Od.), mit -τότης f. (Eust.); daneben -τάς, -τᾶτος f. (dor., AP), nach ταχυτής u. a. (Schwyzer 529 A. 1); πίνυσις· σύνεσις, πινυμένην· συνετήν H. Dazu ἀπινύσσω unbesonnen, ohne Besinnung sein (Ο 10, ε 342 = ζ 258), = ἀπινυτέω (Apollon. Lex.), von *ἀπίνυτος; Adv. ἀπινύτως H. s. ἀπινύσσων.
Etymology: Das Verhältnis der obigen Formen zueinander ist nicht befriedigend aufgeklärt. Wenn man πινυτή als Abstraktbildung auf *πενυτή mit Übergang von ε zu ι zurückführen darf (Schulze Q. 323 A. 3), kann πενυ- eine zweisilbige Ablautstufe neben dem einsilbigen langvokalischen πνυ- in πέπνυμαι, πνυτός enthalten wie θάνατος neben θνητός, γενετή neben lat. -tus. Dazu πινυτός für πνυτός wie gĕni-tus für nātus? (Frisk Eranos 43, 215 ff.). Anderseits liegt es nahe, in πινύσκω eine Präsensbildung mit kombinierten νυ- und σκ-Suffixen zu sehen (Schwyzer 708). Unter Annahme einer Dissimilation πι- aus πυ- oder einer Grundform *πενευ-μι (Nehring ClassPhil. 42, 108 ff.) wurde seit Fick 2, 152 Anknüpfung gesucht an lat. -tāre, aksl. py-tati scrutari (auch an νήπιος, νηπύτιος). Vom Präsens πινύσκω wäre das νυ-Suffix auf πινυτή, -τός, -σις übertragen worden. Will man πέπνυμαι, πνυτός nicht davon fernhalten, muß man auf ähnliche Weise das ν dieser Formen als späteres Einschiebsel betrachten. Von πέπνυμαι läßt sich indessen πνέω nicht trennen, s. d. m. weiterer Analyse. Einzelheiten m. Lit. bei Frisk a. O.; ältere, abzulehnende Etymologien auch bei Bq s. πινυτός. — Anders über πέπνυμαι, πινυτός u. Verw. Szemerényi Syncope in Greek and Indo-European (Napoli 1964) 56 ff. (m. ausführl. Behandlung): πέπνυμαι aus *πεπινυμαι synkopiert (m. metr. Dehnung), ebenso πνυτός aus πινυτός.
Page 2,508-509