περιδίνηση
Greek Monolingual
η / περιδίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιδινώ
περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῡ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου»)
νεοελλ.
(αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί κατακόρυφη σχεδόν κάθοδο με μεγάλη ταχύτητα και με ελικοειδή κίνηση.