περιδινώ
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
Greek Monolingual
-έω, ΝΜΑ
1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. πάπ. περιδινούμαι, -έομαι
υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι
(αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].