στροβιλισμός
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Greek Monolingual
ο, Ν
1. η ενέργεια του στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση
2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα
3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα
4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν παράλληλη πορεία στην επιφάνεια του νερού και κατά μήκος του άξονα της κοίτης, αλλά ρέουν δημιουργώντας στροβίλους όλων τών μεγεθών και όλων τών ειδών κατά τον κατακόρυφο, τον οριζόντιο ή τον κεκλιμένο άξονα, καθώς και άλλους στροβίλους, πολύ πιο σύνθετους
5. φρ. «στροβιλισμός στην ατμόσφαιρα»
(μετεωρ.) ακανόνιστη κίνηση του αέρα, κατά την οποία ο άνεμος μεταβάλλει σταθερά την ταχύτητα και τη διεύθυνσή του, φαινόμενο που παίζει σημαντικό ρόλο στη μετεωρολογία επειδή αναταράσσει και αναμιγνύει τις αέριες μάζες επιφέροντας την κατακόρυφη διασπορά τών υδρατμών, του καπνού και άλλων ουσιών καθώς και της ενέργειας μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Πύργο].