περιθείωσις

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, das Herumgehen und Räuchern mit Schwefel, μαντικαί, Plat. Crat. 405 a.

Greek (Liddell-Scott)

περιθείωσις: ἡ, τὸ περικαθαίρειν θείῳ, Πλάτ. Κρατ. 405Α.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α περιθειώ
ο καθαρμός, η απολύμανση με θειάφι.