θειάφι
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
Greek Monolingual
και τειάφι, το (Μ θειάφιον)
1. το ορυκτό θείο
2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα -αφιον (πρβλ. εδάφιον, ξυλάφιον, ξυράφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ. θεάφιον, από τον οποίο μπορεί ίσως να εξηγηθεί η γραφή θιάφι, με συνίζηση, που όμως δεν θεωρείται και τόσο ορθή. Στον Ευστάθιο μαρτυρείται αρσ. τ. θέαφος].