θειάφι
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
και τειάφι, το (Μ θειάφιον)
1. το ορυκτό θείο
2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα -αφιον (πρβλ. εδάφιον, ξυλάφιον, ξυράφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ. θεάφιον, από τον οποίο μπορεί ίσως να εξηγηθεί η γραφή θιάφι, με συνίζηση, που όμως δεν θεωρείται και τόσο ορθή. Στον Ευστάθιο μαρτυρείται αρσ. τ. θέαφος].