θειάφι
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
Greek Monolingual
και τειάφι, το (Μ θειάφιον)
1. το ορυκτό θείο
2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα -αφιον (πρβλ. εδάφιον, ξυλάφιον, ξυράφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ. θεάφιον, από τον οποίο μπορεί ίσως να εξηγηθεί η γραφή θιάφι, με συνίζηση, που όμως δεν θεωρείται και τόσο ορθή. Στον Ευστάθιο μαρτυρείται αρσ. τ. θέαφος].