περιθειώ

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

-όω, Α
καθαρίζω με θειάφι, απολυμαίνω ολόγυρα με καπνό από θειάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θειῶ (< θεῖον)].