-η, -οβοτ. (για άνθη) αυτός που έχει στεφάνη που αποτελείται από πέντε πέταλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πέταλος (< πέταλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη].