πενταπέταλος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
βοτ. (για άνθη) αυτός που έχει στεφάνη που αποτελείται από πέντε πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πέταλος (< πέταλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Μ. Θ. Χαιρέτη].