περιιάλλω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A put around, περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα Il.15.19.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω»].