A put around, περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα Il.15.19.
Αρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω»].