περίκλειστος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 579] umschlossen, Plut.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκλειστος, -ον, ΝΑ περικλείω
κλειστός από παντού, κλεισμένος ολόγυρα, από όλα τα σημεία, περίφρακτος.