περίλοιπος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,περιλιπής, Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.

German (Pape)

[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.

Greek (Liddell-Scott)

περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.