περίρρους

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.