περισκελίδα

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / περισκελίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι
2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» — το ανδρικό πανταλόνι
β) «στρατιωτική περισκελίδα»
i. μακρύ στρατιωτικό πανταλόνι χρώματος χακί
ii. στρατιωτική κυλότα που φοριέται με μπότες
γ) «εσωτερική περισκελίδα» — το σώβρακο
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος που φορούσαν σαν βραχιόλι γύρω από τους μηρούς, την κνήμη ή τα σφυρά («τὰς κόρας φορεῑν περισκελίδας», Μέν.)
2. είδος στολίσματος στη βάση ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισκελής (ΙΙ), κατά τα θηλ. σε -ίς].