παντελόνι

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

πανταλόνι και παντελόνι, το
ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού, και χωριστά το καθένα από τα σκέλη, και σταθεροποιείται στη μέση με ζώνη ή με τιράντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantaloni < γαλλ. pantalon < Pantalon < Pantalone, όνομα ήρωα της ιταλ. κωμωδίας].