περίσπλαγχνος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].