σπλάγχνον

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλάγχνον Medium diacritics: σπλάγχνον Low diacritics: σπλάγχνον Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΟΝ
Transliteration A: splánchnon Transliteration B: splanchnon Transliteration C: splagchnon Beta Code: spla/gxnon

English (LSJ)

τό, mostly in plural σπλάγχνα
A (σπλάγχανα SIG1002), inward parts, esp. the heart, lungs, liver, kidneys, which in sacrifices were reserved to be eaten by the sacrificers at the beginning of their feast (distinguished from ἔντερα, κοιλίη, A.Ag.1221, Hdt.2.40, cf. Arist.PA667b3); σπλάγχνα πάσαντο ll.1.464, Od.3.9; δῶκε δ' ἄρα σπλάγχνων μοίρας ib.40; σπλάγχνα δ' ἄρ' σπτήσαντες ἐνώμων 20.252, cf. Ar. Pax 1105 (hex.): hence, sacrificial feast, Id.Eq.410, V.654, SIG1002.4 (Milet., v/iv B.C.), 1044.39 (Halic., iv/iii B.C.), Test.Epict.6.17, etc.; also as used in divination, σπλάγχνων τε λειότητα A.Pr.493, cf. E. Supp.212, El.828,838, Aeschin.3.160.
2 any part of the inwards, ὑπὸ σπλάγχνων ἐλθεῖν to come from the womb, of a babe, Pi.O.6.43, cf. N. 1.35; τῶν σῶν.. ἐκ σπλάγχνων ἕνα S.Ant.1066; μητρὸς ἐν σπλάγχνοις IG14.1977: so in sg., τὸ κοινὸν σ. οὗ πεφύκαμεν A.Th.1036; of the lungs, μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σ. Id.Eu.249; τοῦ γείτονος αὐτῷ (sc. τῷ ἥπατι) σπλάγχνου, of the spleen, Pl.Ti.72c.
3 οἱ παῖδες (children) σπλάγχνα λέγονται Artem.1.44, cf.5.57.
II metaph. (like heart), the seat of the feelings, affections, especially of anger, σ. θερμῆναι κότῳ Ar.Ra.844; τὰ σ. ἀγανακτεῖ ib.1006; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν E. Alc.1009: generally, of anxiety, A.Ag.995 (lyr.); σπλάγχνα δέ μου κελαινοῦται Id.Ch.413 (lyr.); of love, ἐκύμηνε τὰ σ. ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.56; παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον Theoc. 7.99, cf. D.H.11.35, AP5.55 (Diosc.), etc.; of pity, LXX Pr.12.10, Ep.Phil.1.8, 2.1, etc.; ὑπὲρ σπλάχνου = 'for pity's sake', BGU1139.17 (i B.C.); so S.Aj.995, E.Or.1201, Hipp.118; ἀνδρὸς σπλάχνον ἐκμαθεῖν = to learn a man's 'heart', Id.Med.220; ἀνδρὸς πονηροῦ σ. οὐ μαλάσσεται Men.Mon.31; σπλάγχνον σιδηροῦν, of Epaminondas, Epicur.Fr.560.
III = βρύον, Dsc.1.21.

German (Pape)

[Seite 922] τό, gew. im plur. τὰ σπλάγχνα, die Eingeweide, bes. die edlen, die der Brust, Herz, Lunge, Leber, Nieren, Milz, die, am Opferfeuer geröstet, zu Anfang des Opferschmauses von den Versammelten verzehrt wurden; σπλάγχν' ἐπάσαντο, Il. 1, 464. 2, 421 u. sonst oft, wie Ar. Pax 1058; σὺν ἐντέροις τε σπλάγχνα τρέπουσ' ἔχοντες, Aesch. Ag. 1194. Daher auch überhaupt der Opferschmaus, das Verzehren des vom Opfer übriggebliebenen Fleisches, visceratio, Ar. Vesp. 654 Equ. 408 u. öfter. – Ἠλθεν ὑπὸ σπλάγχνων, Pind. Ol. 6, 43 N. 1, 35, ist = er wurde geboren; der Mutterleib, δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον, οὗ πεφύκαμεν, Aesch. Spt. 1022 (auch Lunge, πολλοῖς δὲ μόχθοις φυσιᾷ σπλάγχνον Eum. 249); dah. τῶν σῶν ἐκ σπλάγχνων ἕνα νέκυν ἀντιδοὺς ἔσει, Soph. Ant. 1053, d. i. aus deinen nächsten Verwandten. – Bei Dichtern, wie unser Herz, der Sitz der heftigsten Leidenschaften, des Zorns, der Liebe, auch des Mitleids: σπλάγχνα δέ μου κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυούσῃ, Aesch. Ch. 407; ὁδὸς ἀνιάσασα δὴ μάλιστα τοὐμὸν σπλάγχνον, Soph. Ai. 974; μομφὰς οὐχ ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν, Eur. Alc. 1012; σπλάγχνα θερμαίνειν κότῳ, Ar. Ran. 843; τὰ σπλάγχν' ἀγανακτεῖ, 1004; ὑπὸ ο πλάγχνοις θαρσαλέως τρηχείην ἀνίην οἴσω, Ep. ad. 18 (XII, 160). – Auch ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν, sein Innerstes, Eur. Med. 220. – Vgl. auch σπλαγχνίζομαι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ σπλάγχνα, ων;
I. au propre;
1 les viscères principaux (cœur, poumon, foie) de l'homme ou des animaux (σπλάγχνον au sg. s'emploie pour l'un de ces viscères) ; le partage des entrailles de la victime pour le repas sacré;
2 les entrailles ou le sein de la mère et p. ext. du père;
II. fig. le cœur, l'âme, comme siège des affections ou du caractère.
Étymologie: σπλήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπλάγχνον -ου, τό [~ σπλήν] meestal plur. τὰ σπλάγχνα ingewanden bij offerdieren: de edele delen van de inwendige organen (hart, lever, longen, nieren, maar niet de darmen) splanchna:; σπλάγχνων μοῖραν ὄρεξον reik me een deel van de splanchna aan Aristoph. Pax 1105; gebruikt bij het doen van voorspellingen; σπλάγχνα … λαβὼν ἤρθρει (Aegisthus) nam de splanchna en bekeek ze nauwkeurig Eur. El. 838; uitbr. offerfeest:. μή ποτ’ ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην moge ik nooit aanwezig zijn bij het offerfeest van Zeus van de markt Aristoph. Eq. 410. alg. inwendig orgaan, ingewanden, bijv. van de longen, milt, baarmoeder. overdr. het inwendige als zetel van gevoelens hart, innerlijk:. πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς voor men het innerlijk van een man duidelijk heeft leren kennen Eur. Med. 220; καί μου τὰ σπλάγχν’ ἀγανακτεῖ en mijn ingewanden zijn geïrriteerd (van woede) Aristoph. Ran. 1006; ὁδός θ’ ὁδῶν πασῶν ἀνιάσασα δὴ μάλιστα τοὐμὸν σπλάγχνον de weg die van alle wegen het meest mijn hart heeft gepijnigd Soph. Ai. 995; σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ een hart vervuld met medelijden NT Col. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

σπλάγχνον: τό (преимущ. pl.)
1 анат. внутренность (главным образом сердце, легкие, печень и почки, на которых совершались гадания и которые съедались участниками жертвенного пира) Hom., Her., Aesch., Arph., Arst.: κατὰ σπλάγχνων πτυχὰς μάντεις Eur. гадание по складкам внутренностей;
2 материнская утроба; чрево: ὑπὸ σπλάγχνων ἐλθεῖν Pind. родиться на свет, τῶν σῶν ἐκ σπλάγχνων εἷς Soph. твое дитя;
3 перен. сердце, душа (σ. τινὸς ἐκμαθεῖν Eur.): μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Eur. таить в душе упреки; σπλάγχνα ἐλέους NT сердечная жалость, милосердие.

English (Autenrieth)

pl., inwards, the nobler parts of the animal, esp. heart, liver, and lungs. While other parts of the victim were burning on the altar, these were roasted and tasted preliminary to the sacrificial banquet, Il. 11.464, Od. 3.9.

Spanish

entrañas, partes internas

English (Strong)

probably strengthened from splen (the "spleen"); an intestine (plural); figuratively, pity or sympathy: bowels, inward affection, + tender mercy.

English (Thayer)

σπλαγχνου, τό, and (only so in the N.T.) plural σπλάγχνα, σπλάγχνων, τά, Hebrew רַחֲמִים, bowels, intestines (the heart, lungs, liver, etc.);
a. properly: Homer down).
b. in the Greek poets from Aeschylus down the bowels were regarded as the seat of the more violent passions, such as anger and love; but by the Hebrews as the seat of the tenderer affections, especially kindness, benevolence, compassion (cf. Lightfoot on Winer's Grammar, 18); hence, equivalent to our heart (tender mercies, affections, etc. (cf. B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Bowels)): κλείω); G L T Tr WH εἰ τίς σπλάγχνα; Buttmann, 81 (71), cf. Green 109; Lightfoot at the passage); σπλάγχνα ἐλέους (genitive of quality (cf. Winer's Grammar, 611 (568); so Test xii. Patr., test. Zab. §§ 7,8)), a heart in which mercy resides (heart of mercy), σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (οἰκτίρμων), τά σπλάγχνα αὐτοῦ περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς ἐστιν, his heart is the more abundantly devoted to you, ἐπιποθῶ ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Χριστοῦ Ἰησοῦ, in the heart (R. V. tender mercies) of Christ, i. e. prompted by the same love as Christ Jesus, ἀναπαύειν τά σπλάγχνα τίνος, to refresh one's soul or heart, τά σπλάγχνα ἡμῶν, my very heart, i. e. whom I dearly love, his own bowels in Curt. 4,14, 22. meum corculum, Plautus Cas. 4,4, 14; meum cor, id. Poen. 1,2, 154; (cf. Lightfoot on Philemon, at the passage cited)). The Hebrew רַחֲמִים is translated by the Sept. now ὀικιρμοι, ἔλεος, σπλάγχνα, Proverbs 12:10.

Greek Monolingual

σπλάγχνο, το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α
1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα
α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική
β) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.
γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)
2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.
β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπαςκαρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)
2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]
μσν.-αρχ.
η ευσπλαγχνίασπλάγχνα... Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)
2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)
3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς», Ευρ.)
5. το φυτό βρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].

Greek Monotonic

σπλάγχνον: τό, κατά κανόνα στον πληθ. σπλάγχνα·
I. 1. εντόσθια, ιδίως τα viscera thoracis, δηλ. καρδιά, πνεύμονες, συκώτι, νεφροί, τα οποία στις θυσίες φυλάσσονταν και τα έτρωγαν αυτοί που προσέφεραν τη θυσία, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, ευωχία που ακολουθούσε τη θυσία, Λατ. visceratio, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν επίσης στη μαντική τέχνη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. οποιοδήποτε τμήμα των εντοσθίων, μήτρα, σε Πίνδ., Σοφ.· ομοίως στον ενικ., σε Αισχύλ.
II. μεταφ., όπως η καρδιά, η έδρα των αισθημάτων, των επιθυμιών και των διαθέσεών μας, στον ίδ., σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στον ενικ., σε Σοφ., Ευρ.· ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν, μαθαίνω την εσώτερη, την αληθινή φύση ενός ανθρώπου, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.)

Greek (Liddell-Scott)

σπλάγχνον: τό· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σπλάγχνα, τὰ ἐντόσθια, μάλιστα τὰ εὐγενέστερα αὐτῶν, ἡ καρδία, οἱ πνεύμονες, τὸ ἧπαρ, οἱ νεφροὶ (v scera thoracis), τὰ ὁποῖα κατὰ τὰς θυσίας ἐφυλάσσοντο καὶ ἠσθίοντο ὑπὸ τῶν θυόντων κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς εὐωχίας αὐτῶν (διακρίνονται δὲ ὑπὸ τῶν ἐντέρων ἢ τῆς κοιλίας (viscer abdominis), ὡς ἐν τῇ Λατιν. τὰ viscera ἀπὸ τῶν intestina παρὰ Κελσ., πρβλ. Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221, 464, Ὀδ. Γ. 9· δῶκε δ’ ἄρα σπλάγχνων μοίρας αὐτόθι 40· σπλάγχνα δ’ ὁπτήσαντες ἐνώμων Υ. 252, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1105· - ἐντεῦθεν καὶ ἡ μετὰ τὴν θυσίαν εὐωχία, Λατ. viscratio, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 410, Σφ. 654, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VI. 17., 2656. 11, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ μαντείας, σπλάγχνων τελειότητα Αἰσχύλ. Πρ. 493, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 212, Αἰσχίν. 76. 27. 2) ἂν καὶ τὰ σπλάγχνα κατὰ τὸ πλεῖστον διακρίνονται ἀπὸ τῶν ἐντέρων, ὅμωςλέξις ἐνίοτε ἀπαντᾷ καὶ ἐπὶ τῶν ἐντέρων, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 828 κἑξ., πρὸς στίχ. 838 κἑξ. 3) οἱονδήποτε μέρος τῶν ἐντοσθίων, ὑπὸ σπλάγχνων ἐλθεῖν, ἔρχομαι ἐκ τῆς μήτρας, ἐπὶ βρέφους, Πινδ. Ο. 6. 73, Ν. 1. 53· τῶν σῶν... ἐκ σπλάγχνων ἕνα Σοφ. Ἀντ. 1066· μητρὸς ἐν σπλάγχοις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 691. 2· - καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ κοινὸν σπλ. οὗ πεφύκαμεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1031· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, μόχθοις ἀρθροκμῆσι φυσιᾷ σπλ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 249· τοῦ γείτονος αὐτῷ σπλάγχνου, ἐπὶ τοῦ ἥπατος καὶ τοῦ σπληνός, Πλάτ. Τίμ. 73C. II. μεταφορ., ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ καρδία, ἕδρα τῶν αἰσθημάτων, ὀρέξεων, διαθέσεων, μάλιστα τῆς ὀργῆς, σπλ. θερμαίνειν κότῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 844· τὰ σπλ. ἀγανακτεῖ αὐτόθι 1006· μορφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Εὐρ. Ἄλκ. 1009· καὶ καθόλου, τῆς στενοχωρίας ἢ ἀνησυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995· σπλάγχνα δέ μου κελαινοῦται ὁ αὐτ. ἐν Χο. 413· ἐπὶ οἴκτου, Ἐπιστ. πρ. Φιλ. α΄, 8, β΄, 1, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Αἴ. 995, Εὐρ. Ὀρ. 1201, Ἱππ. 118· ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν, δηλ. μανθάνω τὴν ἀληθῆ φύσιν του, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 220· ἀνδρὸς πονηροῦ σπλ. οὐ μαλάσσεται Μενάνδρ. Μονόστιχ. 31. (Ἐντεῦθεν σπλαγχνίζομαι· ἴδε ἐν λ. σπλήν).

Greek Monolingual

το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α
1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα
α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική
β) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.
γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)
2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.
β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπαςκαρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «οἱ παῖδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)
2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]
μσν.-αρχ.
η ευσπλαγχνίασπλάγχνα... Ἰησοῦ Χριστοῦ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)
2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)
3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς», Ευρ.)
5. το φυτό βρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].

Middle Liddell

I. mostly in plural σπλάγχνα, the inward parts, esp. the viscera thoracis, i. e. heart, lungs, liver, kidneys, which in sacrifices were reserved to be eaten by the sacrificers, Hom., etc.:—hence the sacrificial feast, Lat. visceratio, Ar.:—also as used in divination, Aesch., etc.
2. any part of the inwards, the womb, Pind., Soph.: so in sg., Aesch.
II. metaph., like our heart, the seat of the feelings and affections, Aesch., Eur., etc.:—so in sg., Soph., Eur.; ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν to learn a man's inward nature, Eur. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:spl£gcnon 士普嵐格赫農
詞類次數:名詞(11)
原文字根:心腸
字義溯源:心腸*,慈心,慈悲,內心,腸子,心,心上,憐恤的心,感動;或源自(σπλάγχνον)X=脾,發脾氣*)
同源字:1) (εὔσπλαγχνος)富有憐憫心的 2) (πολυεύσπλαγχνος / πολύσπλαγχνος)極有憐憫心的 3) (σπλαγχνίζομαι)有憐憫心腸 4) (σπλάγχνον)心腸
出現次數:總共(11);路(1);徒(1);林後(2);腓(2);西(1);門(3);約壹(1)
譯字彙編
1) 心腸(4) 路1:78; 林後6:12; 林後7:15; 西3:12;
2) 內心(2) 門1:7; 門1:20;
3) 慈心(2) 腓1:8; 約壹3:17;
4) 心上(1) 門1:12;
5) 腸子(1) 徒1:18;
6) 慈悲(1) 腓2:1

English (Woodhouse)

seat of the feelings

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

καί πληθ. σπλάγχνα (=τά ἐντόσθια, κυρίως: καρδιά, πνευμόνια, συκώτι, νεφρά). Συγγενικό μέ τό σπλήν σπληνός (=ἡ σπλήνα).
Παράγωγα: σπλαγχνεύω (=τρώω τά ἐντόσθια τοῦ θύματος μετά τή θυσία), σπλαγχνίζομαι (=νοιώθω σ υμπάθεια), σπ λαγχνικός, σπλαγχνισμός.

Léxico de magia

τό plu. entrañas, partes internas de un onagro τὰ σπλάγχνα ἀποπυρίσας ἐπὶ ξύλοις ἰτεΐνοις οὕτω κατάφαγε asa las entrañas sobre maderas de sauce y así cómetelas P IV 2397 SM 75 10 (fr. lac.) de un gallo ἔμβαλε τὸ ζῳδάριον ἔσω εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ ἀλεκτόρου mete la piedra grabada en las entrañas del gallo P XII 313

Translations

heart

Abaza: агвы; Abkhaz: агәы; Adyghe: гу; Afrikaans: hart; Aghwan: 𐕆𐕞𐕡𐕄; Ainu: ケウトゥㇺ, カッ; Akkadian: 𒊮; Alabama: chonoska; Albanian: zemër; Arbëresh: zëmbër; Ama: mulu; Amharic: ልብ; Andi: рокӏо; Apache Western Apache: bijíí; Arabic: قَلْب‎, فُؤَاد‎; Egyptian Arabic: قلب‎; Hijazi Arabic: قلب‎; Moroccan Arabic: قلب‎; South Levantine Arabic: قلب‎; Aragonese: corazón; Aramaic Classical Syriac: ܠܒܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: לִבָּא‎; Archi: икӏв; Armenian: սիրտ; Old Armenian: սիրտ; Aromanian: inimã; Assamese: ডিল, হিয়া-জালী, হৃদযন্ত্ৰ, হৃদপিণ্ড, কলিজা; Asturian: corazón, corazu, coral; Avar: ракӏ; Aymara: lluqu; Azerbaijani: ürək; Bakhtiari: دل‎; Baluchi: دل‎, زرد‎; Bambara: dusu; Banjarese: andui; Bashkir: йөрәк; Basque: bihotz; Bau Bidayuh: satung; Belarusian: сэрца; Bengali: হৃৎপিন্ড, হার্ট; Bikol Central: puso; Breton: kalon; Budukh: йыкӏ; Bulgarian: сърце; Burmese: နှလုံး; Buryat: зүрхэн; Catalan: cor; Cebuano: kasingkasing; Central Atlas Tamazight: ⵓⵍ; Central Melanau: jatuong; Chamicuro: ajkeloki; Chavacano: corazon; Chechen: дог; Cherokee: ᎠᏓᏅᏙ; Chichewa: mtima; Chinese Cantonese: 心臟, 心脏; Dungan: щин, галэбу; Hakka: 心臟, 心脏; Mandarin: 心臟, 心脏; Min Dong: 心臟, 心脏; Min Nan: 心臟, 心脏; Wu: 心臟, 心脏; Chukchi: линлиӈ; Chuvash: чӗре; Coptic: ϩⲏⲧ; Cornish: kolon; Corsican: core; Crimean Tatar: yürek; Czech: srdce; Danish: hjerte; Dargwa: уркӏи; Dhivehi: ހިތް‎; Dolgan: һүрэк; Dupaningan Agta: pusu; Dutch: hart; Eblaite: 𒇷𒅤; Elfdalian: järta; Emilian: côr; Erzya: седей; Esperanto: koro; Estonian: süda; Evenki: меван; Ewe: dzi; Faroese: hjarta; Fiji Hindi: dil; Fijian: uto; Finnish: sydän; French: cœur; Friulian: cûr; Fula: ɓernde; Gagauz: kalp; Galician: corazón; Ge'ez: ልብ; Georgian: გული; German: Herz; Alemannic German: Härz; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐍄𐍉; Greek: καρδιά; Ancient Greek: καρδία, κραδίη, καρδίη, κῆρ, κάρζα, κορζία, κόρζα; Greenlandic: uummat; Guaraní: ñe'ã; Gujarati: દિલ, હૃદય, હૈયું; Gurani: دڵ‎; Haitian Creole: kè; Hausa: zuciya; Hawaiian: puʻuwai; Hebrew: לֵב‎; Hidatsa: náada; Higaonon: kasingkasing; Hiligaynon: tagipusoon; Hindi: दिल, हृदय, हिया, कलेजा, जिगर, क़ल्ब, कल्ब, हार्ट, हृद्, हिवड़ा, जिगरा, गूदा; Hittite: 𒆠𒅕; Hungarian: szív; Hunsrik: Herz; Hunzib: раъкӏу; Icelandic: hjarta; Ido: kordio; Ilocano: puso; Ingrian: syän; Ingush: дог; Interlingua: corde; Inuktitut: ᐆᒻᒪᑎ; Inupiaq: uumman; Irish: croí; Old Irish: cride; Isnag: puso; Istriot: core, cor, cour; Italian: cuore; Japanese: 心臓; Javanese: jantung; K'iche': anima'; Kabyle: ul; Kalmyk: зүркн; Kannada: ಹೃದಯ; Kanuri: karǝgǝ; Kashubian: serce; Kazakh: жүрек; Ket: хуу; Khmer: បេះដូង; Khvarshi: локӏва; Komi-Permyak: сьӧлӧм; Komi-Zyrian: сьӧлӧм; Korean: 심장(心臟); Kumyk: юрек; Kuna: kuage; Kurdish Central Kurdish: دڵ‎; Laki: دِڵ‎; Northern Kurdish: dil, qelb, dil; Southern Kurdish: دِڵ‎; Kyrgyz: жүрөк; Ladakhi: སྙིང; Ladino: korasón; Lak: къюкӏ; Lakota: chaŋté; Lao: ໃຈ, ກະມະລະ, ຈິດຕະຣາດ, ດວງໃຈ, ຣຶໄທ; Latgalian: sirds; Latin: cor; Latvian: sirds; Laz: გური; Lezgi: рикӏ; Ligurian: cheu; Limburgish: hert; Lingala: motéma; Lithuanian: širdis; Livonian: sidām; Lombard: cör, cœur; Low German: Hiärte, Hiätt, Hart; Luwian: 𒍝𒀀𒅈𒍝; Luxembourgish: Häerz; Macedonian: срце; Malagasy: fo; Malay: jantung; Brunei Malay: jantung; Indonesian: jantung; Malayalam: ഹൃദയം; Maltese: qalb; Manchu: ᠨᡳᠶᠠᠮᠠᠨ, ᠮᡠᠵᡳᠯᡝᠨ; Mansi: сым; Manx: cree; Maori: manawa; Mapudungun: piwke; Maranao: poso'; Marathi: ह्रुदय; Mari Eastern Mari: шӱм; Western Mari: йӓнг; Maricopa: iiwa; Mazanderani: دل‎; Mbyá Guaraní: py'a; Middle French: coeur; Mingrelian: გური; Mirandese: coraçon; Mizo: lung, thinlung; Moksha: седи; Mongolian Cyrillic: зүрх; Mongolian: ᠵᠢᠷᠦᠬᠡ; Mozarabic: قرجون‎; Muak Sa-aak: roc³ caj³; Mòcheno: hèrz; Nahuatl Central: yolotl; Central Huasteca: yolotl; Classical: yollotl, yollohtli; Nanai: миаван; Nauruan: idiruko; Navajo: ajéídíshjool; Neapolitan: core; Nenets: сей; Nepali: मुटु, हृदय; Newar: नुगः; Nogai: юрек; Norman: tchoeu, tchoeur; North Frisian: hart; Northern Ohlone: mí̄nji; Northern Sami: váibmu; Norwegian Bokmål: hjerte; Nynorsk: hjarte, hjarta; Occitan: còr; Ojibwe: inde'; Okinawan: くくる; Old Church Slavonic Cyrillic: срьдьцє; Glagolitic: ⱄⱃⱐⰴⱐⱌⰵ; Old East Slavic: сьрдьце; Old English: heorte; Old French: cuer; Old Frisian: hirte; Old High German: herza; Old Norse: hjarta; Old Occitan: cor; Old Prussian: seyr, sīr, sīran; Oriya: ହୃତ୍ପିଣ୍ଡ; Orok: ме̄ва; Oromo: honnee, laphee; Ossetian: зӕрдӕ; Ottoman Turkish: یورك‎, قلب‎, گوڭل‎; Palauan: reng; Pangasinan: puso; Pashto: زړه‎, قلب‎; Persian: دل‎, قلب‎; Phoenician: 𐤋𐤁‎; Piedmontese: cheur; Pipil: -yulu; Pite Sami: vájbmo; Pitjantjatjara: kuṯuṯu; Plautdietsch: Hoat; Polabian: zai̯‎våtăk; Polish: serce; Portuguese: coração; Punjabi: ਦਿਲ, ਜਿਗਰਾ, ਹਿਰਦਾ; Quechua: sunqu, songo, şongo; Rajasthani: हिवडौ; Rapa Nui: mahatu; Romani: ilo; Romanian: inimă, cord; Romansch: cor; Russian: сердце; Rusyn: сердце; Rwanda-Rundi: umutima; Samoan: fatun; Samogitian: šėrdės; Sanskrit: हृदय, हृद्; Santali: ᱵᱳᱨᱳ; Sardinian: còro; Saterland Frisian: Haat; Scots: hert; Scottish Gaelic: cridhe; Sebop: pucu; Serbo-Croatian Cyrillic: ср̏це; Roman: sȑce; Sherpa: སྙིང; Shona: moyo; Shor: чӱрек; Sicilian: cori; Sidamo: wodana; Silesian: śerce; Sindhi: دِلِ‎; Sinhalese: හදවත; Skolt Sami: čââʹđ; Slovak: srdce; Slovene: srce; Somali: wadne, qalbi; Sorbian Lower Sorbian: wutšoba; Upper Sorbian: wutroba; Sotho: pelo; Southern Altai: јӱрек; Spanish: corazón; Sundanese: jantung; Svan: გვი, გუ̂ი, გუ; Swahili: moyo sg, mioyo; Swedish: hjärta; Tabasaran: юкӏв; Tagalog: puso; Tajik: дил, қалб; Tamil: இதயம்; Taos: píana; Tatar: йөрәк; Tausug: jantung; Telugu: గుండె; Tetum: fuan; Thai: หัวใจ, ดวงใจ, หฤทัย, ฤทัย; Tibetan: སྙིང, མགུལ་སྙིང; Tigre: ልብ; Tigrinya: ልቢ; Tocharian A: āriñc; Tocharian B: käryāñ, arañce; Tswana: pelo; Turkish: yürek, kalp, dil, gönül; Turkmen: kalp, ýürek; Tuvan: чүрек; Ubykh: гьы; Udmurt: сюлэм; Ugaritic: 𐎍𐎁; Ukrainian: серце; Umbundu: utima; Urdu: دل‎, ہردی‎, قلب‎; Uyghur: يۈرەك‎, قەلب‎; Uzbek: yurak; Venetian: còre; Veps Vietnamese: tim); Volapük: lad; Votic: süä; Võro: süä; Walloon: cour; Welsh: calon; Middle Welsh: callon; West Coast Bajau: jantung; West Frisian: hert; White Hmong: plawv; Wolof: xol; Xhosa: intliziyo; Yagnobi: дил; Yakut: сүрэх; Yiddish: הערץ‎, האַרץ‎; Yoruba: ọkàn; Yucatec Maya: puksiʼikʼal; Yurok: chekws; Zazaki: zerri, zare, dil, zerzi, qelb; Zealandic: 'arte; Zhuang: sim; Zulu: inhliziyo; ǃXóõ: ǀqʻàn

af: hart; ak: akoma; als: herz; am: ልብ; ang: heorte; an: corazón; arc: ܠܒܐ; ar: قلب; arz: قلب; ast: corazón; as: হৃদযন্ত্ৰ; atj: otehi; av: ракӏ; ay: lluqu; azb: اورک; az: ürək; bat_smg: šėrdės; ba: йөрәк; bcl: puso; be_x_old: сэрца; be: сэрца; bg: сърце; bh: दिल; bjn: andui; bn: হৃৎপিণ্ড; bo: སྙིང་།; br: kalon; bs: srce; bxr: зүрхэн; ca: cor; cbk_zam: corazon; cdo: sĭng-câung; ceb: kasingkasing; ce: дог; ckb: دڵ; co: core; cr: ᒥᑌᐦ; cs: srdce; cv: чĕре; cy: calon; da: hjerte; de: Herz; diq: qelb; dv: ހިތް; el: καρδιά; eml: côr; en: heart; eo: koro; es: corazón; et: süda; eu: bihotz; fa: قلب; fiu_vro: süä; fi: sydän; fo: hjarta; fr: cœur; fy: hert; ga: croí; gcr: tchò; gl: corazón; gn: ñe'ã; gom: काळीज; hak: sîm-chhong; he: לב; hif: dil; hi: हृदय; hr: srce; ht: kè; hu: szív; hy: սիրտ; hyw: սիրտ; ia: corde; id: jantung; ie: cordie; ilo: puso; io: kordio; is: hjarta; it: cuore; iu: ᐅᐅᒻᒪᑎ; ja: 心臓; jbo: risna; jv: jantung; ka: გული; kbp: calɩm fɩɣa; kk: жүрек; kn: ಹೃದಯ; ko: 심장; kv: сьӧлӧм; ky: жүрөк; la: cor; lbe: къюкӏ; lb: häerz; lfn: cor; li: hert; lmo: coeur; ln: motéma; lt: širdis; lv: sirds; map_bms: jantung; mg: fo; mhr: шӱм; mk: срце; ml: ഹൃദയം; mn: зүрх; mrj: йӓнг; mr: हृदय; ms: jantung; mt: qalb; my: နှလုံး; nah: yollotl; nap: core; nds: hart; ne: मुटु; new: नुगः; nl: hart; nn: hjarte; no: hjerte; nrm: tchoeu; oc: còr; or: ହୃତ୍‌ପିଣ୍ଡ; pag: puso; pam: pusu; pa: ਦਿਲ; pl: serce; pnb: دل; ps: زړه; pt: coração; qu: sunqu; roa_rup: inimâ; ro: inimă; rue: сердце; ru: сердце; sah: сүрэх; sat: ᱨᱤᱫᱟᱹᱭ; sa: हृदयम्; scn: cori; sco: hert; sc: coru; sd: دل; se: váibmu; sh: srce; simple: heart; si: හෘදය; sk: srdce; sl: srce; sn: moyo; so: wadno; sq: zemra; sr: срце; su: jantung; sv: hjärta; sw: moyo; szl: śerce; ta: இதயம்; te: గుండె; tg: дил; th: หัวใจ; ti: ልቢ; tl: puso; tr: kalp; tt: йөрәк; ug: يۈرەك; uk: серце; ur: قلب; uz: yurak; vec: cuor; vep: südäikera; vi: tim; vls: erte; vo: lad; war: kasingkasing; wa: cour; wuu: 心臟; xal: зүркн; xh: intliziyo; xmf: გური; yi: הארץ; yo: ọkàn; za: simdaeuz; zh_min_nan: sim-chōng; zh_yue: 心; zh: 心臟

soul

Adyghe: псэ; Afrikaans: siel; Ainu: ラマ; Akan: kra, ɔkra; Albanian: shpirt, avë; Amharic: ነፍስ; Arabic: رُوح‎, نَفْس‎; Egyptian Arabic: روح‎, نفس‎; Aramaic Hebrew: רוחא‎; Armenian: հոգի; Aromanian: suflit, suflet; Asturian: alma; Avar: рухӏ; Azerbaijani: ruh, can; Bashkir: йән, рух; Basque: arima; Belarusian: душа; Bengali: আত্মা, রূহ, জান; Bikol Central: kalag; Breton: ene; Bulgarian: душа; Burmese: ဝိညာဉ်; Catalan: ànima; Chamicuro: sana'ne; Chechen: са; Cherokee: ᎠᏓᎾᏔ; Chinese Cantonese: 靈魂/灵魂, 魂魄; Mandarin: 靈魂/灵魂, 魂魄; Min Nan: 靈魂/灵魂, 魂魄; Chuukese: ngun; Classical Syriac: ܪܘܚܐ‎; Coptic: ⲯⲩⲭⲏ; Cornish: ena, enev; Czech: duše; Dalmatian: jamna; Danish: sjæl; Dutch: ziel, geest; Eastern Mari: чон; Elfdalian: själ; Erzya: ойме; Esperanto: animo; Estonian: hing; Faroese: sál; Finnish: sielu, henki; French: âme; Old French: ame; Friulian: anime ànime; Galician: alma, ánima; Georgian: სული; German: Seele; Gothic: 𐍃𐌰𐌹𐍅𐌰𐌻𐌰; Greek: ψυχή; Ancient Greek: ψυχή, θυμός, φρήν, καρδία, κέαρ, ἧπαρ, σπλάγχνον; Guinea-Bissau Creole: alma; Gujarati: આત્મા; Hawaiian: ʻuhane; Hebrew: נְשָׁמָה‎, נֶפֶשׁ‎, רוּחַ‎; Hindi: आत्मा, रूह, नफ्स; Hungarian: lélek, önvaló; Icelandic: sál; Ido: anmo; Indonesian: ruh; Interlingua: anima; Irish: anam; Old Irish: ainimm; Istriot: anema; Italian: anima; Japanese: 魂, 霊, 魂魄; Kabardian: псэ; Kalmyk: седкл; Kannada: ಆತ್ಮ; Kapampangan: kaladwa, kaladua; Kashubian: dësza; Kazakh: жан, рух, діл; Khmer: ព្រលឹង, វិញ្ញាណ; Korean: 영혼(靈魂), 령혼(靈魂), 혼백(魂魄), 넋, 얼; Kurdish Northern Kurdish: rih; Kyrgyz: жан, рух, дил; Ladino: alma; Lakota: naǧí; Lao: ວິນຍານ; Latgalian: dvēsele; Latin: anima, animus; Latvian: dvēsele, velis; Lezgi: руьгь; Lithuanian: siela; Luxembourgish: Séil; Macedonian: душа; Malay: roh, jiwa, nyawa; Malayalam: ആത്മാവ്; Maltese: ruħ; Manchu: ᡶᠠᠶᠠᠩᡤᠠ; Manx: annym; Maore Comorian: roho; Maori: wairua; Marathi: आत्मा; Mazanderani: جان‎; Middle English: soule; Moksha: вайме; Mongolian Cyrillic: сүнс; Mongolian: ᠰᠦ᠋ᠨ᠋ᠡᠰᠦ; Navajo: iiʼ sizíinii; Nepali: आत्मा; Nogai: ян; North Frisian: Siil; Northern Sami: heagga; Norwegian Bokmål: sjel; Nynorsk: sjel; Occitan: arma, anma; Ojibwe: ojichaag; Okinawan: まぶい, 魂; Old Church Slavonic Cyrillic: доуша; Old East Slavic: душа; Old Norse: sál; Old Portuguese: alma; Old Prussian: dūsi; Oriya: ଆତ୍ମା; Ossetian: уд; Ottoman Turkish: روح‎; Pali: viññāṇa; Pashto: روح‎, نفس‎; Persian: روح‎, روان‎, جان‎, نفس‎; Polish: dusza; Portuguese: alma; Quechua: aya, nuna; Romanian: suflet; Romansch: olma; Russian: душа; Rusyn: душа; Saanich: SELI; Sanskrit: आत्मन्, त्मन्, विज्ञान; Sardinian: ànima; Saterland Frisian: Seele; Scottish Gaelic: anam; Serbo-Croatian Cyrillic: душа; Roman: dúša; Shan: ၶႂၼ်ငဝ်း, ဝိၺၢၼ်ႇ; Sinhalese: ආත්මය; Slovak: duša; Slovene: duša; Somali: naf; Sorbian Lower Sorbian: duša; Upper Sorbian: duša; Southern Altai: тын, јан, рух; Spanish: alma; Sranan Tongo: kra; Swahili: roho, nafsi; Swedish: själ; Tabasaran: рюгь, жан; Tagalog: kalag, kaluluwa; Tajik: рӯҳ, ҷон, дил, нафс; Tamil: ஆன்மா; Tatar: рух, өрәк, кот, җан; Tausug: nyawa; Telugu: ఆత్మ; Thai: วิญญาณ; Tibetan: རྣམ་ཤེས; Tocharian A: āñcäm; Tocharian B: āñme; Turkish: ruh, can, tin; Turkmen: ruh, jan; Ugaritic: 𐎐𐎔𐎌; Ukrainian: душа; Urdu: روح‎, آتما‎; Uyghur: روھ‎, دىل‎; Uzbek: ruh, jon, dil, nafs; Venetian: ànema; Veps: heng; Vietnamese: linh hồn; Votic: entši; Võro: heng'; Walloon: åme; Welsh: enaid; West Frisian: siel, siele; Yagnobi: ҷон; Yiddish: נשמה‎, נעשאָמע‎; Yonaguni: 魂; Yámana: kašpíx; Zhuang: hoenz; Zulu: umoya; ǃXóõ: ǃnáã-sé

pity

Arabic: شَفَقَة‎; Egyptian Arabic: شفقة‎; Armenian: խղճահարություն; Assamese: পুতৌ; Belarusian: жаль, лі́тасць, жаласць; Bulgarian: жалост; Catalan: pietat; Chinese Mandarin: 憐憫/怜悯; Czech: soucit, lítost; Danish: medlidenhed; Dutch: medelijden, deernis; Esperanto: kompato; Finnish: sääli; French: compassion, pitié; Galician: compaixón, piedade, macela, amerceamento; Georgian: სიბრალული; German: Mitleid; Gothic: 𐌱𐌻𐌴𐌹𐌸𐌴𐌹; Greek: οίκτος; Ancient Greek: ἔλεος, οἶκτος, οἰκτιρμός, ἐλεημοσύνη, ἐλεητύς, συμπάθεια, σπλάγχνον; Hungarian: könyörület, szánalom; Icelandic: samúð; Irish: trua; Italian: pietà; Japanese: 憐れみ; Korean: 동정; Latin: misericordia; Macedonian: жалост; Malayalam: സഹതാപം; Maori: whakaaroha, aroha; Occitan: pietat; Ottoman Turkish: رحم‎; Plautdietsch: Jauma, Jaumahoat; Polish: współczucie, litość; Portuguese: pena; Romanian: compasiune, milă, compătimire; Russian: жалость, сострадание, сочувствие; Sanskrit: करुणा, दया; Scottish Gaelic: iochd, oircheas, tròcair, truas, truacantas; Sicilian: cumpiatà; Slovak: súcit; Spanish: compasión, piedad, lástima; Swedish: medlidande, medömkan; Telugu: జాలి; Thai: การสงสาร; Tocharian B: karuṃ; Turkish: şefkat, merhamet, acıma; Ukrainian: жаль, жалість; Urdu: افسوس‎, ہمدردی‎; Uyghur: ئەپسۈس‎; Welsh: trueni