η, Ν1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση2. αποτελεσματική προστασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].