περιχαρακώνω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
περιχαρακῶ, -όω, ΝΜΑ
1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω
2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά
νεοελλ.
απομονώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χαρακῶ (-ώνω) (< χάραξ)].