πέρσις

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

εως, ἡ, (πέρθω)

   A sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
destruction d’une ville.
Étymologie: πέρθω.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α πέρθω
εκπόρθηση, άλωση.