άλωση
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
η (AM ἅλωσις)
εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή
νεοελλ.
(ειδικότερα) η Άλωση
η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
μσν.
(για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία
αρχ.
1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη
2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης
3. (ως νομικός όρος) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη
4. φρ. «ἑάλων ἰσχυρὰν ἅλωσιν», έχω συλληφθεί και δεν μπορώ να διαφύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἁλω- (πρβλ. αρχ. αόρ. ἑ-άλω-ν) του ρ. ἁλίσκομαι.