περιφυγή

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ἡ,

   A place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.

Greek (Liddell-Scott)

περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
place de refuge.
Étymologie: περιφεύγω.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιφεύγω
υπεκφυγή, καταφυγή.