υπεκφυγή
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ ὑπεκφεύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω
νεοελλ.
στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές»).