εως, ἡ,
A = πῆξις, Ps.-Thales ap.Gal.16.37.
-ύσεως, ἡ, Αη πήξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από τον ενεστ. πήγνυ-μι + κατάλ. -σις].