πήξη
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
η / πήξις, -εως,και ιων. -ιος, ΝΜΑ πήγνυμι
1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών
2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη
3. η μεταβολή της υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας του ψύχους
νεοελλ.
1. (βιολ.-βιοχ.) κροκίδωση, θρόμβωση
2. (φυσ.-χημ.-μεταλργ.) το φαινόμενο της μετάβασης ενός σώματος από ρευστή φάση στη στερεά
3. φρ. «σημείο πήξης»
φυσ.-χημ. η θερμοκρασία στην οποία συντελείται η στερεοποίηση ενός υγρού
μσν.
η ψύξη, το πάγωμα τών πραγμάτων που βρίσκονται στο ύπαιθρο εξαιτίας του χειμώνα («δριμὺς ὁ χειμών... ἀλγεινὴ ἡ πήξις», Μηναί.)
αρχ.
1. (για φυτά) σχηματισμός και έκκριση κολλώδους ουσίας, κόμμεως, γόμμας
2. φρ. «πῆξιν λαμβάνω» — αποκτώ στερεότητα, γίνομαι σταθερός, ακλόνητος (Χρύσ. Στωικ.).