πῆξις

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῆξις Medium diacritics: πῆξις Low diacritics: πήξις Capitals: ΠΗΞΙΣ
Transliteration A: pē̂xis Transliteration B: pēxis Transliteration C: piksis Beta Code: ph=cis

English (LSJ)

πήξεως, Ion. πήξιος, ἡ, (πήγνυμι)
A fixing, putting together, especially of woodwork, θυρωμάτων Pl.Plt.280d (pl.).
2 Astrol., fixing, τοῦ ἀναφορικοῦ Vett.Val.24.18, cf. Cat.Cod.Astr.2.196.
II solidity, πῆξιν λαβεῖν D.S.1.7 (but metaph., acquire fixity, Chrysipp.Stoic.3.138, cf. Dam.Pr.56).
2 coagulation, Pl.Phlb.32a; freezing, Hp. Aër.8; [ὕδατος] πῆξις Epicur.Ep.2p.49U., cf. p.45 U.; caused by cold, as τῆξις, διάχυσις, ζέσις by heat, Arist.Mete.382b31, GC330b27 (but also πῆξις θερμότητος Ocell.2.9); formation of gum in plants, Thphr.HP 9.1.5; curdling, γάλακτος D.S.4.81.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, das Befestigen durch Hineinstecken, das Einsetzen; das Zusammenfügen, Zusammensetzen, Verbinden, τῶν θυρωμάτων, Plat. Polit. 280 d; das Festmachen, Verhärten, bes. Gerinnenmachen, Gefrierenmachen, Phil. 32 a; Arist. meteor. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

πήξεως (ἡ) :
1 action d'emboîter, d'ajuster ; solidité;
2 congélation;
3 coagulation (du lait).
Étymologie: πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῆξις, πήξεως, ἡ [πήγνυμι] het construeren, constructie:. θυρωμάτων πήξεις constructies van deuren Plat. Plt. 280d. het stollen:; τῆς ὑγρότητος πῆξις het dik worden van het vocht Plat. Phlb. 32a; bevriezing. Hp. Aër. 8. opeenhoping. Plut. Phil. 8.2.

Russian (Dvoretsky)

πῆξις: πήξεως ἡ
1 скрепление, сколачивание (τῶν θυρωμάτων Plat.);
2 отвердевание, уплотнение, сгущение (π. καὶ διάχυσις Arst.);
3 замерзание (π. καὶ ζέσις Arst.);
4 свертывание (γάλακτος Diod.).

Greek Monotonic

πῆξις: πήξεως, ἡ (πήγνυμι),·
I. στερέωση, συναρμογή, λέγεται για ξύλα, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.), ψύξη, πάγωμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πῆξις: πήξεως, ἡ, (πήγνυμι). ἡ σύμπηξις, συναρμογή, μάλιστα ἐπὶ ξύλων, Πλάτ. Πολιτικ. 280D. ΙΙ. στερεότης, πῆξιν λαβεῖν Χρύσιππ. παρὰ Στοβ. 103. 22, πρβλ. Διόδ. 1. 7. 2) πήξιμον, πάγωμα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Πλουτ. Φίληβ. 32Α· γινομένη ὑπὸ τοῦ ψύχους ὡς ἡ τῆξις, διάχυσις, ζέσις, ὑπὸ τῆς θερμότητος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2 κἑξ., π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 6, κ. ἀλλ.· γάλακτος Διόδ. 4. 81.

Middle Liddell

πῆξις, πήξεως, πήγνυμι
I. a fixing, constructing, of woodwork, Plat.
II. (from Pass.) congelation, Plat.