πέτο

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πέττο, το, Ν
το αναδιπλωμένο τμήμα σε αντρικό σακάκι ή παλτό και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα που αντιστοιχεί στο αριστερό ή δεξιό μέρος του θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petto < λατ. pectus «στήθος»].