Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και πέττο, το, Ντο αναδιπλωμένο τμήμα σε αντρικό σακάκι ή παλτό και σε διάφορα γυναικεία ενδύματα που αντιστοιχεί στο αριστερό ή δεξιό μέρος του θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. petto < λατ. pectus «στήθος»].