Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σακάκι

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242

Greek Monolingual

το, Ν [[σάκ(κ)ος]]
1. ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος και τα χέρια
2. μικρός σάκος, σακίδιο.