σακάκι

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

το, Ν [[σάκ(κ)ος]]
1. ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος και τα χέρια
2. μικρός σάκος, σακίδιο.