πηλήκιο

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
είδος καπέλου με γείσο τών στρατιωτικών, αστυνομικών, μαθητών και άλλων κοινωνικών κατηγοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλήκ-ιον υποκορ. του αρχ. πήληξ «κράνος». Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].