πικάντικος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. πολύ νόστιμος, ορεκτικός (α. «πικάντικη σάλτσα» β. «πικάντικοι μεζέδες»)
2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) ερεθιστικός, προκλητικός με χαριτωμένο τρόπο (α. «πικάντικο γέλιο» β. «πικάντικο ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccαnte (< piccαre < piccα «αιχμή») + κατάλ. -ικος].