πικραγγουριά

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών εκβάλλιο, της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος κρεμαστός καρπός του οποίου αποκόπτεται από το φυτό με το παραμικρότερο άγγιγμα ή και την ελαφρότερη κίνηση εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα μαζί με τον πάρα πολύ πικρό χυμό του.