πικραγγουριά
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών εκβάλλιο, της οικογένειας κουρκουβιτίδες, ο ώριμος κρεμαστός καρπός του οποίου αποκόπτεται από το φυτό με το παραμικρότερο άγγιγμα ή και την ελαφρότερη κίνηση εκτινάσσοντας από τη δημιουργούμενη οπή τα σπέρματα μαζί με τον πάρα πολύ πικρό χυμό του.