πλαγιοφυλακή

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθο-φυλακή). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].