φάλαγγας
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. βασανιστήριο, κατά το οποίο τα πόδια του βασανιζόμενου δένονται ανάμεσα σε δύο ξύλα και δέχονται στα πέλματα χτυπήματα με ράβδο ή άλλο σκληρό αντικείμενο
2. το όργανο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή του βασανιστηρίου αυτού
αρχ.
όργανο τιμωρίας αποτελούμενο από ξύλο και συνεστραμμένα σχοινιά με τα οποία συσφίγγονταν και ακινητοποιούνταν τα πόδια τών εγκληματιών ή ψυχοπαθών σε έξαλλη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγγα, με αλλαγή γένους].