πῖνον

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A liquor made from barley, beer, Arist.Fr.106, cj. in Atti della reale Accad. di Archeologia di Napoli 11.41 (Gortyn, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 617] τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.

Greek (Liddell-Scott)

πῖνον: τό, ποτὸν παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, ζῦθος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.