μοντέλο
Greek Monolingual
το
1. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, ένας καλλιτέχνης, κυρίως ζωγράφος ή γλύπτης
2. είδος νεωτερισμού (κυρίως φόρεμα ή καπέλο ή υπόδημα, που κατασκευάζεται για να εκτεθεί και να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα
3. καθετί που χρησιμεύει ως πρότυπο σε επιστήμονα ή σε τεχνίτη
4. γυναίκα ή άνδρας που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει κάθε είδους προϊόντα τα οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά
5. μτφ. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο μιμείται κάποιος ή με το οποίο θέλει κάποιος να μοιάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. modello < δημ. λατ. modellus < λατ. modulus, υποκορ. του modus «μέτρο, τρόπος»].