πλατυπόρφυρος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A with broad purple border, ἱμάτιον Archipp.39.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Purpurstreifen od. -saume, ἱμάτιον, Archipp. bei Poll. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτυπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, ἱμάτιον Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή ταινία ή αυτός που έχει πλατιά παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πορφυρός].