παρυφή

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῠφή Medium diacritics: παρυφή Low diacritics: παρυφή Capitals: ΠΑΡΥΦΗ
Transliteration A: paryphḗ Transliteration B: paryphē Transliteration C: paryfi Beta Code: parufh/

English (LSJ)

ἡ, border woven along a robe, IG22.1514.29, Clearch.9, Phylarch.45 J., Plu.2.239c, Gal.18(2).791: metaph., π. κακῶν εἰργάσασθε Jul.Gal.238b.

German (Pape)

[Seite 529] ἡ, angewebter Saum, bes. von Purpur, clavus; Ath. XII, 521 b; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
robe bordée d'une frange, particul. de pourpre, à Rome robe prétexte.
Étymologie: παρυφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρῠφή: ἡ кайма, преимущ. пурпурная (на тоге, лат. clavus) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρῠφή: τὸ παρὰ τὴν ἐσθῆτα παρυφανθέν, ὁ παρυφασμένος γῦρος, ἡ περὶ τὴν ἐσθῆτα πορφύρα, Λατ. clavus, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 31, Φίλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521Β, Πλούτ. 2. 239C. ― Κατὰ Πολυδ. Ζ΄, 53, «αἱ μέντοι ἐν τοῖς χιτῶσι πορφυραῖ ῥάβδοι παρυφαὶ καλοῦνται»: ― μεταφορ., π. κακῶν εἰργάσασθε Ἰουλιανὸς 238Β.

Greek Monolingual

η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α
λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῖς χιτῶσι πορφυραῖ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῦνται», Αθήν.)
νεοελλ.
το άκρο, το όριο (α. «παρυφή δάσους» β. «στις παρυφές της πόλης»)
αρχ.
το τελευταίο, το έσχατο σημείο («παρυφὴ κακῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παρυφαίνω.

Greek Monotonic

παρῠφή: ἡ, μπορντούρα που έχει υφανθεί κατά μήκος ενός ενδύματος, Λατ. clavus.

Middle Liddell

παρ-ῠφή, ἡ,
a border woven along a robe, Lat. clavus.